-
1 ιδιοτης
(τῶν πράξεων Plat.; τῶν φυτῶν Arst.; τοῦ πολιτεύματος Polyb.)
ἥ ἰ. τῇς ἡδονῆς Xen. — особая прелесть -
2 κατανοεω
1) (ясно) подмечать, (отчетливо) понимать(τοῦτο Her.; τὰς διαφορὰς τῶν φυτῶν Arst.)
ὡς ἐμὲ κατανοέειν Her. — как мне думается;οὐ πάνυ κατανοῶ Plat. — я не совсем понимаю2) замечать, видетьτέν ἐν τῷ ἑαυτοῦ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κ. погов. NT. — не замечать бревна в собственном глазу3) изучать, усваивать(τῆς Περσίδος γλώσσης καὴ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας Thuc.; τέν τῆς πολιτείας ἀρετήν Plut.)
4) воспринимать, созерцать, мыслитьτῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι Plat. — уподобить созерцающее созерцаемому, т.е. субъект мышления его объекту
5) размышлять, обдумывать(περί τινος Xen., Polyb.)
6) принимать во внимание(δεῖ κ., ὅτι … Arst.)
7) приходить к заключению, умозаключатьτόδε δέ κατανοητέον Plat. — приходится, стало быть, сделать следующий вывод
-
3 ωον
эол. ὤιον τό1) яйцо(τὰ ᾠὰ χηνέων, κροκοδείλου Her., τῶν ὀρνίθων Arst.)
ᾠὸν ἅπας γέγονεν Anth. — он весь стал как яйцо, т.е. совершенно облысел2) семя(τῶν φυτῶν Arst.)
-
4 προσαρμογή
η1) прилаживание, подгонка; 2) приспосабливание, приспособление; привыкание; адаптация (тж. биол);η προσαρμογή στίς νέες συνθήκες — приспосабливание к новым условиям;
η προσαρμογή των φυτών (των οργάνων) — приспособление растений (органов);
3) мед. аккомодация -
5 απαριθμεω
1) пересчитывать, учитывать(ὄχλον Xen.; πάντα Plut.)
2) отсчитывать, платить(χρήματα διπλάσια Xen.)
3) перечислять(τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.)
4) пересказывать, рассказывать(τοὺς τυχόντας μύθους Arst.)
-
6 αποφυτεια
-
7 βλαστος
ὅ1) росток, отпрыск, побег Her., Arst., Plut.2) зародыш Arst.3) отпрыск, дитя Soph.4) произрастание(τῶν φυτῶν Plut.)
ὅ τοῦ βλαστοῦ καιρός Diod. — пора прозябания, т.е. весна -
8 γαλα
γάλακτος (γᾰ) τό1) молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. — (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком;
ὀρνίθων γάλα погов. Arph., Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое лакомство;Ἀφροδίτης γάλα Arph. = οἶνος2) млечно-белый сок(τῶν φυτῶν Arst.)
3) Arst. = γαλαξίας См. γαλαξιας -
9 εντεριωνη
-
10 ιδιωμα
- ατος τό1) особенность, своеобразие(τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.)
τὰ περὴ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. — местные особенности;τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. — особое расположение (войск)2) грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома -
11 παραπηγνυω
(= παραπήγνυμι См. παραπηγνυμι) втыкать, т.е. прививать(τὰ πολυκαρπότατα τῶν φυτῶν Plut.)
-
12 υψηλοτης
-
13 φυλλοβολεω
сбрасывать листья(ῥόδα φυλλοβολεῦντα Anth.)
τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀείφυλλα, τὰ δὲ φυλλοβολεῖ Arst. — одни из растений всегда покрыты листвой, другие же (периодически) сбрасывают ее;λεύκης φυλλοβολούσης Arph. — когда серебристый тополь роняет свою листву (v. l. φυλλοκομούσης = φυλλοκόμου) -
14 χλωροτης
нестяж. χλοερότης - ητος ἥ1) зеленый цвет, зелень(τῶν φυτῶν Arst.; τῆς ὕλης Plut.)
2) бледность(χ. νοσώδης Plut.)
3) свежесть(ἀνθέων Plut.)
-
15 ωραιοτης
-
16 επιμελεομαι
ἐπιμελέομαι, ἐπιμέλομαι(fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)1) заботиться, иметь попечение(τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT.; περί τινος и ὑπέρ τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.)
γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι Plat. — хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях;ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. — проявлять всяческую заботу, прилагать все старания;τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. — ухаживать за священными маслинами2) обеспечивать, доставлять (sc. τὰ ἐπιτήδεια Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.)εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. — (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище
3) иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить(τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.)
4) заниматься, упражняться(τῆς μαντικῆς Xen.; περὴ τῆς μουσικῆς Plat.; ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
17 επιμελομαι...
ἐπιμέλομαι...ἐπιμελέομαι, ἐπιμέλομαι(fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)1) заботиться, иметь попечение(τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT.; περί τινος и ὑπέρ τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.)
γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι Plat. — хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях;ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. — проявлять всяческую заботу, прилагать все старания;τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. — ухаживать за священными маслинами2) обеспечивать, доставлять (sc. τὰ ἐπιτήδεια Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.)εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. — (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище
3) иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить(τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.)
4) заниматься, упражняться(τῆς μαντικῆς Xen.; περὴ τῆς μουσικῆς Plat.; ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
18 θηλυτης
1) женские свойства, женская природа(ἥ φύσις τῆς θηλύτητος Arst.)
2) женский пол(φυτῶν Arst.)
3) женственность, изящество, мягкость(τοῦ κάλλους Plut.)
4) изнеженность, женский характер(θ. καὴ ἀκολασία Plut.)
ἥ τῶν ἐσθήτων θ. Plut. — женский покрой платья -
19 νευρον
τό1) сухожилие(ὀστᾶ τε καὴ νεῦρα Plat.)
2) волокно(φυτῶν Plat.)
3) ( сделанные из сухожилий) нить, шнур4) преимущ. pl. сила, крепость, мощь(τῆς τραγῳδίας Arph.; τοῦ οἴνου Plut.; τῶν πραγμάτων Aeschin.)
5) тетива Polyb.6) струна(νεῦρα τινάσσειν Anth.)
-
20 χυμος
ὅ1) сок(φυτῶν χυμοί Plat.; χυμοὴ σαρκός Arst.)
2) вкус, вкусовое ощущение(χυμοὴ καὴ ὀσμαὴ καὴ χρόαι Plut.)
3) вкус, чувство вкусаὁ χ. ἕν τι τῶν ἁπτῶν ἐστιν Arst. — чувство вкуса относится к разряду осязательных
См. также в других словарях:
φύτων — φύ̱των , φύω bring forth aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
φυτοπαθολογία — Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα … Dictionary of Greek
αγροχημεία ή γεωργική χημεία — Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των χημικών και βιοχημικών διεργασιών που διεξάγονται στο έδαφος και στα φυτά και κατά τις οποίες διάφορες ουσίες μεταφέρονται από το έδαφος και τον αέρα στα φυτά και αντίστροφα. Η α. ασχολείται… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek